- τρικυμιώδη
- (deniz) fırtınalı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… … Dictionary of Greek
καλχαίνω — (Α) 1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα 2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα 3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ ἔπος», Σοφ.) 4. μτφ. επιθυμώ… … Dictionary of Greek
σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… … Dictionary of Greek
τρικυμιώδης — ες, Ν 1. αυτός που αναφέρεται σε τρικυμία ή αυτός που έχει τρικυμία, ταραχώδης, φουρτουνιασμένος 2. μτφ. περιπετειώδης, πολυτάραχος. επίρρ... τρικυμιωδώς Ν με τρικυμιώδη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο… … Dictionary of Greek
Γερακούνια — Μικρό ακατοίκητο νησί του νότιου Αιγαίου πελάγους, ΒΔ της Μήλου, περίπου 70 χλμ. από τον Πειραιά. Είναι κυρίως γνωστό ως Φαλκονέρα και είναι από τα πιο τρικυμιώδη σημεία του Αιγαίου. Στην περιοχή αυτή πνέουν ισχυρά θαλάσσια ρεύματα τριών… … Dictionary of Greek
Κροζέ — (Crozet). Αρχιπέλαγος (περ. 505 τ. χλμ.) του Ινδικού ωκεανού, σε νότιο πλάτος 46° 30’ και ανατολικό μήκος 51°, το οποίο περιλαμβάνεται στα Υπερπόντια Γαλλικά Εδάφη των Νότιων και Ανταρκτικών Χωρών. Αποτελείται από περίπου είκοσι ορεινές… … Dictionary of Greek
Μπίαν, Μπρένταν — (Brendan Behan, Δουβλίνο 1923 – 1964). Ιρλανδός διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στο αυτοβιογραφικό του έργο Το παιδί από το Μπόρσταλ (1958) είναι συγκεντρωμένες οι πικρές νεανικές του εμπειρίες. Ανήσυχος και ατίθασος, είχε ζωή… … Dictionary of Greek
Μπλάσκο Ιμπάνιεθ, Βιθέντε — (Vicente Blasco Ibanez, Βαλένθια 1867 – Μεντόνε 1928). Ισπανός μυθιστοριογράφος. Επαναστάτης στα νιάτα του και φανατικός δημοκρατικός ως τα τελευταία του χρόνια (έγραψε εναντίον του Αλφόνσου ΙΓ’ και πέθανε εξόριστος), είχε ζωή τρικυμιώδη και… … Dictionary of Greek
τρικυμιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. φουρτουνιασμένος, κυματώδης: Τρικυμιώδες πέλαγος. 2. περιπετειώδης, πολυτάραχος, πολυκύμαντος: Έζησε τρικυμιώδη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)